μαυρίλα — η [μαύρος] 1. η ιδιότητα τού μαύρου, μαυράδα, μελανότητα («άσπροι καταρράχτες γενειάδων απάνω στη μαυρίλα τών ράσων», Παπαντ.) 2. μτφ. μεγάλο πένθος, μεγάλη συμφορά 3. συνεκδ. πολυάριθμη στρατιά εχθρού, όπως φαίνεται από μακριά όταν επέρχεται με… … Dictionary of Greek
μαυρίδα — η μαυρίλα, μελανιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντί μαυρίλα το δ ανομοιωτικώς ή κατ επίδραση τών μαυράδι, μαυρ(ε)ιδερός κ.τ.ό.] … Dictionary of Greek
ξεμαυρίζω — 1. καθαρίζω αντικείμενο από τη μαυρίλα 2. καθιστώ κάτι λευκό, λευκαίνω, ασπρίζω 3. χάνω τη μαυρίλα που είχα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + μαυρίζω] … Dictionary of Greek
-ίλα — (Μ ίλα) υστερομεσαιωνική και νεοελληνική κατάλ. θηλυκών ονομάτων, χαρακτηριστική αφηρημένων (πρβλ. ανατριχ ίλα, ξεφτ ίλα) κυρίως όμως ουσιαστικών που δηλώνουν δυσάρεστη οσμή (πρβλ. ξιν ίλα, ποδαρ ίλα). Η δήλωση τής δυσάρεστης οσμής οδήγησε τον Γ … Dictionary of Greek
αίθαλος — αἴθαλος, ο (Α) 1. πυκνός καπνός, καπνιά, μαυρίλα 2. (ως επίθ. αἴθαλος, ον) σταχτοκόκκινος, βλ. αιθαλόεις 3. στη Μυκηναϊκή η λέξη μαρτυρείται έμμεσα με το κύριο ανδρικό όνομα, που απαντά σε πινακίδα τής Πύλου, Αίθαλος (ai ta ro). [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
ασπρίλα — η 1. η ασπράδα, η λευκότητα 2. το ξάσπρισμα, η αλλοίωση του χρωματισμού 3. η χλωμάδα, η ωχρότητα («η ασπρίλα του νερού»). [ΕΤΥΜΟΛ. < άσπρος + (κατάλ.) ίλα (πρβλ. ανατριχίλα, κοκκινίλα, μαυρίλα κ.ά.)] … Dictionary of Greek
δνοφερός — δνοφερός, ά, όν (Α) [δνόφος] 1. ζοφερός, σκοτεινός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ δνοφερόν σκοτάδι, μαυρίλα … Dictionary of Greek
μαυράδα — η (Μ μαυράδα) [μαύρος] 1. η ιδιότητα τού μαύρου, μαυρίλα, σκοτεινιά («το πρόσωπό μου πήρε από τον ήλιο μια μαυράδα αποκρουστική») νεοελλ. μαύρο σημάδι ή μαύρη κηλίδα, μελανιά μσν. σκοτεινός τόπος … Dictionary of Greek
μαυριασμός — μαυριασμός, ὁ (Μ) [μαυριάζω] μαυρίλα («ἀπὸ τοῡ ἐργαστηρίου τοῡ χαλκέως ἐξερχόμενοι καὶ τὴν μούντζην τοῡ μαυριασμοῡ ἀπὸ τοῡ προσώπου ἐκπλύνοντες», Νικήτ. Χων.) … Dictionary of Greek
μαύρος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μ. ο μάρτυς. Η μνήμη του τιμάται την 1η Μαΐου. 2. Τον σκότωσαν με σπαθί μαζί με άλλους στρατιώτες. Η μνήμη του τιμάται στις 30 Ιανουαρίου. 3. Γιος του μάρτυρα Κλαυδίου και της Ιλαρίας. Μαρτύρησε, μαζί … Dictionary of Greek