μαυρίλα

μαυρίλα
η
1. το να είναι κάτι μαύρο, η μελανότητα.
2. σκοτάδι, σκοτεινιά: Η μαυρίλα της νύχτας.
3. μτφ., πένθος, συμφορά: Στην οικογένειά του έπεσε μεγάλη μαυρίλα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μαυρίλα — η [μαύρος] 1. η ιδιότητα τού μαύρου, μαυράδα, μελανότητα («άσπροι καταρράχτες γενειάδων απάνω στη μαυρίλα τών ράσων», Παπαντ.) 2. μτφ. μεγάλο πένθος, μεγάλη συμφορά 3. συνεκδ. πολυάριθμη στρατιά εχθρού, όπως φαίνεται από μακριά όταν επέρχεται με… …   Dictionary of Greek

  • μαυρίδα — η μαυρίλα, μελανιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντί μαυρίλα το δ ανομοιωτικώς ή κατ επίδραση τών μαυράδι, μαυρ(ε)ιδερός κ.τ.ό.] …   Dictionary of Greek

  • ξεμαυρίζω — 1. καθαρίζω αντικείμενο από τη μαυρίλα 2. καθιστώ κάτι λευκό, λευκαίνω, ασπρίζω 3. χάνω τη μαυρίλα που είχα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + μαυρίζω] …   Dictionary of Greek

  • -ίλα — (Μ ίλα) υστερομεσαιωνική και νεοελληνική κατάλ. θηλυκών ονομάτων, χαρακτηριστική αφηρημένων (πρβλ. ανατριχ ίλα, ξεφτ ίλα) κυρίως όμως ουσιαστικών που δηλώνουν δυσάρεστη οσμή (πρβλ. ξιν ίλα, ποδαρ ίλα). Η δήλωση τής δυσάρεστης οσμής οδήγησε τον Γ …   Dictionary of Greek

  • αίθαλος — αἴθαλος, ο (Α) 1. πυκνός καπνός, καπνιά, μαυρίλα 2. (ως επίθ. αἴθαλος, ον) σταχτοκόκκινος, βλ. αιθαλόεις 3. στη Μυκηναϊκή η λέξη μαρτυρείται έμμεσα με το κύριο ανδρικό όνομα, που απαντά σε πινακίδα τής Πύλου, Αίθαλος (ai ta ro). [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • ασπρίλα — η 1. η ασπράδα, η λευκότητα 2. το ξάσπρισμα, η αλλοίωση του χρωματισμού 3. η χλωμάδα, η ωχρότητα («η ασπρίλα του νερού»). [ΕΤΥΜΟΛ. < άσπρος + (κατάλ.) ίλα (πρβλ. ανατριχίλα, κοκκινίλα, μαυρίλα κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • δνοφερός — δνοφερός, ά, όν (Α) [δνόφος] 1. ζοφερός, σκοτεινός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ δνοφερόν σκοτάδι, μαυρίλα …   Dictionary of Greek

  • μαυράδα — η (Μ μαυράδα) [μαύρος] 1. η ιδιότητα τού μαύρου, μαυρίλα, σκοτεινιά («το πρόσωπό μου πήρε από τον ήλιο μια μαυράδα αποκρουστική») νεοελλ. μαύρο σημάδι ή μαύρη κηλίδα, μελανιά μσν. σκοτεινός τόπος …   Dictionary of Greek

  • μαυριασμός — μαυριασμός, ὁ (Μ) [μαυριάζω] μαυρίλα («ἀπὸ τοῡ ἐργαστηρίου τοῡ χαλκέως ἐξερχόμενοι καὶ τὴν μούντζην τοῡ μαυριασμοῡ ἀπὸ τοῡ προσώπου ἐκπλύνοντες», Νικήτ. Χων.) …   Dictionary of Greek

  • μαύρος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μ. ο μάρτυς. Η μνήμη του τιμάται την 1η Μαΐου. 2. Τον σκότωσαν με σπαθί μαζί με άλλους στρατιώτες. Η μνήμη του τιμάται στις 30 Ιανουαρίου. 3. Γιος του μάρτυρα Κλαυδίου και της Ιλαρίας. Μαρτύρησε, μαζί …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”